αποσβήνω — (AM ἀποσβεννύω, Α κ. σβέννυμι) 1. εξαφανίζομαι 2. σβήνω εντελώς νεοελλ. (για χρέη) εξοφλώ αρχ. Ι. 1. (για φωτιά) σβήνω τελείως 2. εξαλείφω II. ( υμαι) 1. εκλείπω, στειρεύω, σταματώ 2. εξασθενώ, εξαντλούμαι 3. αφανίζομαι, χάνομαι, πεθαίνω … Dictionary of Greek
αποσβήνω — ησα, ήστηκα, ησμένος, αμτβ., χάνομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι: Πάει ο δύστυχος, απόσβησε με την καινούρια συμφορά που τον βρήκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποσβέννυμι — κ. ύω βλ. αποσβήνω … Dictionary of Greek
εκσβέννυμι — ἐκσβέννυμι (AM) 1. σβήνω τελείως, αποσβήνω 2. ξεραίνομαι, στερεύω 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) εξεσβηκώς αυτός που έχει ξεραθεί εντελώς, που έχει στερέψει … Dictionary of Greek